- μεταμπισχόμενος
- μετά , ἀμφί-ἴσχωkeep backpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταμπίσχω — (Α) 1. ντύνω κάποιον με νέο ένδυμα 2. μτφ. μεταμορφώνω, μεταβάλλω τη μορφή («εἱμαρμένη μεταμπίσχουσα τὰς ψυχάς», Πλούτ.) 3. μέσ. μεταμπίσχομαι αλλάζω, αλλάζω το ένδυμά μου, ντύνομαι νέο ένδυμα («πικροτάτην δούλων δουλείαν μεταμπισχόμενος», Πλάτ.) … Dictionary of Greek